Δημοσιεύθηκε: 07/02/13
Η τραπεζική ένωση της Ευρώπης, που κάποτε αποτελούσε μια πολλά υποσχόμενη λύση στο πρόβλημα της κρίσης, δεν έχει πλέον καμία σημασία, υποστηρίζουν σε άρθρο - γνώμη τους στη Wall Street Journal οι Sony Kapoor και Charles Goodhart.
Μετά από έναν χρόνο κατά τον οποίο οι νομοθέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλώθηκαν στη συζήτηση για την τραπεζική ένωση, ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε καλύτερα το όλο θέμα. Το ερώτημα σήμερα δεν αφορά το θεωρητικό ζήτημα της ανάγκης ύπαρξης μιας ενοποιημένης τραπεζικής εποπτείας εντός μιας περιοχής με ενιαίο νόμισμα, όπως είναι η ευρωζώνη. Το θέμα, καλύτερα, αφορά το αν αυτή η συγκεκριμένη κίνηση θα βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που παραμένει στην Ευρώπη. Σε αυτό το ζήτημα, τα στοιχεία δεν είναι καλά. Η τραπεζική ένωση της Ε.Ε. υποτίθεται ότι θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο που συνδέει τις αδύναμες τράπεζες με τις αδύναμες κυβερνήσεις - και μάλιστα θα το έκανε και γρήγορα. Όμως, όσο περνάνε οι μέρες, το σχέδιο αυτό, ως ένας τρόπος να μετριαστούν οι κίνδυνοι που ενέχουν οι προβληματικές τράπεζες για τα κράτη, φαίνεται όλο και πιο αναποτελεσματικό. Αν και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) μπορεί να διοχετεύσει κεφάλαια στις προβληματικές τράπεζες, υπάρχουν πολλοί περιορισμοί.
Ο πρώτος είναι ότι τα κεφάλαια μπορούν να διοχετευθούν μόνο σε βιώσιμες τράπεζες και όχι στις «κακές τράπεζες» που έχουν δημιουργήσει διάφορες χώρες με στόχο να εκκαθαρίσουν προβληματικά assets και να μειώσουν την αβεβαιότητα στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Το πρόβλημα στο σημείο αυτό είναι ότι ακριβώς σε αυτές τις κακές τράπεζες είναι πιθανόν να υπάρξουν απώλειες. Με το υφιστάμενο σχέδιο, οι απώλειες αυτές θα χρειαζόταν να απορροφηθούν από τα εν λόγω κράτη-μέλη, αυξάνοντας σημαντικά το κρατικό χρέος. Ο δεύτερος είναι ότι δεν επιτρέπεται να γίνουν ενέσεις κεφαλαίου με στόχο να αντιμετωπιστούν οι παρελθούσες ζημίες (legacy losses). Δεδομένου ότι ήδη έχουν υλοποιηθεί και έχουν αναγνωριστεί τεράστιες ζημίες στα τραπεζικά συστήματα στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στην Κύπρο, αυτό περιορίζει σοβαρότατα τη χρησιμότητα της όποιας άμεσης ένεσης κεφαλαίων από τον ESM. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε πως αν δεν είχαμε το πρόβλημα των παρελθουσών ζημιών η ευρωκρίση δεν θα υπήρχε. Ο τρίτος και ίσως πιο ολέθριος περιορισμός είναι ότι οι ενέσεις κεφαλαίου δεν θα γίνουν χωρίς κρατικές εγγυήσεις για αποζημίωση του ESM στην περίπτωση ζημιών. Αυτό σημαίνει ότι τους κινδύνους μιας τέτοιας περίπτωσης συνεχίζουν να τους επωμίζονται τα κράτη. Το μόνο που θα καταφέρει κάτι τέτοιο είναι τα χρέη των χωρών της κρίσης να φαίνονται λίγο χαμηλότερα σε σχέση με αυτό που θα φαινόταν εάν οι χώρες αυτές είχαν αναγκαστεί να δανειστούν χρήματα και να διασώσουν τις τράπεζές τους μόνες τους. Αυτός ο «εκτός ισολογισμού» λογαριασμός θα μπορούσε να ξεγελάσει τις αγορές πριν από 10 χρόνια, όχι όμως σήμερα. Και τι γίνεται με τους κινδύνους που δημιουργούν για τις τράπεζες τα αδύναμα κράτη; Πρώτον, υπάρχει η συνεχιζόμενη έκθεση των τραπεζών στους μακροοικονομικούς κινδύνους στη χώρα τους. Όμως, οι εθνικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να παρέχουν -με διάφορες μορφές- ρητές και ανεπιφύλακτες εγγυήσεις στις τράπεζες. Αν η αξιοπιστία ενός κράτους όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα τίθεται εν αμφιβόλω, οι καταθέτες σε αυτές τις χώρες δεν μπορούν, για παράδειγμα, να βασίζονται πλέον στα προγράμματα εξασφάλισης καταθέσεων των κυβερνήσεων αυτών. Γι? αυτό έχει σημασία η κατάρτιση σχεδίου για ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα εγγύησης καταθέσεων - αυτό σήμερα φαίνεται να έχει μπει κάτω απ? το χαλί. Το πόσο εύθραυστη είναι η υπάρχουσα δομή φαίνεται και από το γεγονός ότι, αν για παράδειγμα μια γερμανική τράπεζα με υποκαταστήματα στην Ισπανία ξεκινήσει διαφημιστική καμπάνια περί προσφοράς στους Ισπανούς καταθέτες της ασφάλειας αντίστοιχη με αυτήν που παρέχει το γερμανικό δημόσιο στις γερμανικές τράπεζες, οι εποπτικές αρχές δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να αποτρέψουν την εκροή καταθέσεων ύψους δεκάδων δισε. από τις ισπανικές τράπεζες. Αμέσως μετά την κατάρρευση της Lehman, πολλές χώρες της Ε.Ε. δημιούργησαν προγράμματα που επέτρεπαν στις τράπεζές τους να εκδώσουν ομόλογα με κρατική εγγύηση. Μέχρι το 2010 εκδόθηκαν τέτοιου είδους ομόλογα αξίας μεγαλύτερης των 700 δισ. ευρώ. Η λήξη αυτών των προγραμμάτων και οι αμφιβολίες αναφορικά με την πιστοληπτική ικανότητα ορισμένων κρατών οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση (EBA) να προτείνει ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα εγγύησης χρηματοδοτήσεων. Αυτό θεωρήθηκε πολιτικά δυσάρεστο από τα ισχυρότερα κράτη-μέλη και έτσι η πιστωτική στενότητα οδήγησε στην ανάγκη η ΕΚΤ να προχωρήσει στα δύο προγράμματα φθηνού δανεισμού (LTROs). Όμως, οι τράπεζες χρησιμοποίησαν σημαντικό μέρος των κεφαλαίων των LTRO για να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στα κρατικά ομόλογα των χωρών της ευρωπεριφέρειας -ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς μεταξύ των κρατών και των τραπεζών. Οι Ευρωπαίοι νομοθέτες συνεχίζουν να σπαταλούν τον χρόνο τους σε κάτι που είναι τώρα τραπεζική ένωση μόνο κατ? όνομα. Ίσως ένας καλύτερος τρόπος αξιοποίησης του πολύτιμου χρόνου και των πολύτιμων πόρων τους θα ήταν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στην παροχή στήριξης για χρηματοδότηση χαμηλού κόστους των προβληματικών χωρών καθώς αυτές προχωρούν σε δημοσιονομικές προσαρμογές.
*Ο Sony Kapoor είναι διευθυντής του think tank Re-Define και ο Charles Goodhart επίτιμος καθηγητής τραπεζικής και χρηματοοικονομικής του London School of Economics.
Πηγή: Euro2day